- αυτηκοΐα
- η [αυτήκοος]το να ακούει κανείς κάτι με τα ίδια του τα αφτιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτηκοΐα — η το να ακούσει κανείς κάτι με τα ίδια του τα αυτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή … Dictionary of Greek